μαρμαρόστρωτος

μαρμαρόστρωτος
-η, -ο
επιστρωμένος με μάρμαρο, αυτός που έχει μαρμάρινο δάπεδο ή μαρμάρινη επίστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαροστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Α. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρόστρωτος — η, ο στρωμένος με μάρμαρο: Μαρμαρόστρωτος διάδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”